Με την υπ’ αρ. 176/2023 απόφασή της η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας σε μείζονα σύνθεση έκρινε ότι τα εκτός σχεδίου ακίνητα, προκειμένου να είναι οικοδομήσιμα, πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο (δρόμο) νομίμως υφιστάμενο. Η προϋπόθεση αυτή δεν τέθηκε για πρώτη φορά με την ανωτέρω απόφαση του ΣτΕ ούτε θεσπίστηκε με τον ν. 3212/2003. Ισχύει από τη δεκαετία του 1970 και προβλέπεται ήδη με το άρθ. 1 παρ. 1 περ. α’ του Π.Δ. 24/31.5.1985 περί της εκτός σχεδίου δόμησης.
Η απόφαση του ΣτΕ επιβεβαιώνει απλώς με τρόπο αδιαμφισβήτητο την ισχύ του επίμαχου όρου για την εκτός σχεδίου δόμηση σε ολόκληρη την Επικράτεια. Περαιτέρω, απορρίπτοντας τους σχετικούς λόγους ακυρώσεως που είχαν προβληθεί, διαπιστώνει ότι ο κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο τα εκτός σχεδίου ακίνητα είναι δομήσιμα μόνο εφόσον διαθέτουν πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο, δεν αντίκειται στο άρθ. 17 του Συντάγματος ούτε στο άρθ. 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Εξάλλου, κρίνει ότι ο κανόνας αυτός δεν παραβιάζει τις αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου διότι, όπως αναφέρει επί λέξει η απόφαση, «πέραν του ότι έπρεπε να είναι γνωστή στις πολεοδομικές αρχές, οι οποίες οφείλουν να ακολουθούν τη νομολογία των αρμοδίων δικαστηρίων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και ειδικώς κατά την έκδοση των οικοδομικών αδειών, ήταν προβλέψιμες και για τους επιμελείς αγοραστές και τους συναλλασσόμενους εν γένει, τους οποίους οι νομικοί παραστάτες και τεχνικοί σύμβουλοι οφείλουν να ενημερώνουν επί του ισχύοντος πολεοδομικού καθεστώτος των ακινήτων και των εφαρμοστέων όρων και περιορισμών δόμησης». Η ανωτέρω απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε μεν με αφορμή αίτηση ακυρώσεως που στρεφόταν κατά οικοδομικής άδειας στην Πάτμο, πλην όμως, όπως προκύπτει σαφώς από το σκεπτικό της, ερμηνεύει και εφαρμόζει το γενικό νομοθετικό καθεστώς για την εκτός σχεδίου δόμηση, το οποίο ισχύει σε ολόκληρη την Επικράτεια και το οποίο υποχρεούνται να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν σύμφωνα με τα κριθέντα και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όλες οι πολεοδομικές αρχές της χώρας.
Από τα παραπάνω προκύπτουν προδήλως τα εξής:
α. Η έκδοση οικοδομικής άδειας σε ακίνητο που δεν τηρεί την προϋπόθεση να έχει πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο, νομίμως υφιστάμενο, απαγορεύεται και η αντίστοιχη οικοδομική άδεια είναι μη νόμιμη και ακυρωτέα. Ανεξάρτητα όμως αν η άδεια αυτή προσβληθεί στα δικαστήρια και ακυρωθεί ή αν διαφύγει τον ακυρωτικό έλεγχο, λ.χ. λόγω παρόδου της προθεσμίας, η πολεοδομική αρχή που την εξέδωσε έχει εν γνώσει της παραβιάσει τον νόμο και υπέχει για τον λόγο αυτό πειθαρχική και, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα, ακόμα και ποινική ευθύνη για παράβαση καθήκοντος.
β. Η έκδοση οικοδομικής αδείας κατά παράβαση της παραπάνω προϋπόθεσης γεννά ενδεχομένως και υποχρέωση του Δημοσίου ή του δήμου καθώς και του υπαιτίου υπαλλήλου προς αποζημίωση, σύμφωνα με τα άρθ. 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, τα οποία ορίζουν τα εξής: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών» (άρθ. 105). «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους» (άρθ. 106). Οποιοσδήποτε δηλαδή (ιδιοκτήτης γειτονικού ακινήτου ή επιχείρησης κ.λπ.) επικαλεστεί και αποδείξει ότι υπέστη ζημία από την έκδοση της παράνομης αυτής οικοδομικής άδειας, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια.
γ. Δεδομένου ότι η απαγόρευση οικοδόμησης σε εκτός σχεδίου ακίνητα που στερούνται πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο ισχύει τουλάχιστον από το 1985, έχει δε πλέον επιβεβαιωθεί και πανηγυρικά με την υπ’ αρ. 176/2023 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, η πολεοδομική αρχή δεν δύναται, προκειμένου να απαλλαγεί από τις ευθύνες της, να επικαλεστεί διαφορετική ερμηνεία ή άποψη ως προς την έννοια του νόμου, η οποία και σαφής είναι και έχει ερμηνευθεί με τρόπο αδιαμφισβήτητο από την πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, άγνοια νόμου δεν συγχωρείται ούτε στον απλό πολίτη, πολλώ μάλλον στις αρμόδιες υπηρεσίες της Διοίκησης.
δ. Η απαγόρευση έκδοσης οικοδομικής άδειας σε ακίνητο που δεν πληροί την επίμαχη προϋπόθεση (πρόσωπο σε κοινόχρηστο δρόμο), θεσπίζεται ευθέως με το ίδιο το Π.Δ. 24/31.5.1985 (άρθ. 1 παρ. 1 περ. α’). Ολες οι πολεοδομικές αρχές της χώρας είναι, επομένως, υποχρεωμένες να εφαρμόζουν τα σχετικά άρθρα της νομοθεσίας περί εκτός σχεδίου δόμησης σύμφωνα με το σαφές τους γράμμα και την ερμηνεία που έχει επιβεβαιώσει η προαναφερόμενη απόφαση του ΣτΕ. Για την εφαρμογή της απαγόρευσης όχι απλώς δεν απαιτείται να μεσολαβήσει οποιαδήποτε άλλη πράξη του οικείου δήμου ή του αρμόδιου υπουργού (λ.χ. εγκύκλιος, απόφαση αναστολής έκδοσης οικοδομικών αδειών), αλλά τυχόν έκδοση οποιασδήποτε πράξης με αντίθετο περιεχόμενο, με τη μορφή λ.χ. απόφασης Δημοτικού Συμβουλίου κ.λπ., θα αποτελούσε ευθεία παράβαση του νόμου και καταστρατήγηση της νομολογίας του ΣτΕ.
*Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ.
ΠΗΓΗ efsyn.gr